διαπέρχομαι
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
slip away one by one, of soldiers deserting, D.49.14, 50.
Spanish (DGE)
escaparse, huir en diferentes direcciones οἱ στρατιῶται D.49.14, 50.
German (Pape)
[Seite 595] (s. ἔρχομαι), zwischen-, durch-, davongehen, desertiren, von Soldaten, Dem. 49, 14. 50.
French (Bailly abrégé)
déserter l'un après l'autre.
Étymologie: διά, ἀπέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαπέρχομαι: разбегаться, дезертировать Dem.
Greek (Liddell-Scott)
διαπέρχομαι: ἀποθ., διαφεύγω (-ομεν ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον), περὶ στρατιωτῶν ἀποδιδρασκόντων, Δημ. 1188. 23, 1199. 7.
Greek Monolingual
διαπέρχομαι (Α)
φεύγω μετά από κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
διαπέρχομαι: αποθ., διαφεύγω ο ένας μετά τον άλλο, σε Δημ.