ἀποταφρεύω
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
fence off with a ditch, X.An.6.5.1, HG5.4.38; for defence or offence, D.H.2.37, 3.41.
Spanish (DGE)
1 cavar un foso ᾗ ἡ εἴσοδος ἦν X.An.6.5.1, cf. D.C.40.7.2.
2 c. ac. proteger con un foso τὸ πεδίον καὶ τὰ πλείστου ἄξια τῆς χώρας X.HG 5.4.38, Ἀυεντῖνον D.H.2.37, ὁδόν Plu.2.1087c, χωρίον Polyaen.6.53.
German (Pape)
[Seite 329] durch einen Graben befestigen, Xen. An. 6, 5, 1 Hell. 5, 4, 38 u. Sp., wie Dion. Hal. 9, 8.
French (Bailly abrégé)
faire un retranchement au moyen d'un fossé.
Étymologie: ἀπό, ταφρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποταφρεύω: окружать или укреплять рвом Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀποσταυρόω, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58.
Greek Monolingual
ἀποταφρεύω (Α)
περιβάλλω, ενισχύω, οχυρώνω (με τάφρο).
Greek Monotonic
ἀποταφρεύω: μέλ. -σω, περιβάλλω με τάφρο, οχυρώνω, σε Ξεν.