κοπροφόρος

From LSJ
Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφόρος Medium diacritics: κοπροφόρος Low diacritics: κοπροφόρος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: koprophóros Transliteration B: koprophoros Transliteration C: koproforos Beta Code: koprofo/ros

English (LSJ)

κοπροφόρον, carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.

German (Pape)

Mist tragend; κόφινος, Mistkorb, Xen. Mem. 3.8.6; Poll. 7.134; ὄνος 1.226.

Russian (Dvoretsky)

κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).

Greek Monolingual

κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριάκόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.

Middle Liddell

κοπρο-φόρος, ον φέρω
carrying dung; κόφινος κ. a dung- basket, Xen.