ἀνεπίσχετος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ον,
A not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. -τως Id.1.296, Plu.Ages. 27.
German (Pape)
[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.