λυσίκακος

From LSJ
Revision as of 12:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐκᾰκος Medium diacritics: λυσίκακος Low diacritics: λυσίκακος Capitals: ΛΥΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: lysíkakos Transliteration B: lysikakos Transliteration C: lysikakos Beta Code: lusi/kakos

English (LSJ)

λυσίκακον, ending evil, ὕπνος Thgn.476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des maux.
Étymologie: λύω, κακός.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.

Greek Monolingual

λυσίκακος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + κακός (πρβλ. αλεξίκακος, αρχέκακος)].

Greek Monotonic

λῡσίκᾰκος: [ῐ], -ον (κακόν), αυτός που σταματάει το κακό, σε Θέογν.

Middle Liddell

λῡσί-κᾰκος, ον κακόν
ending evil, Theogn.

German (Pape)

[ῡ], Übel, Unglück auflösend, beseitigend, Theogn. 476. Bei Hesych. Erkl. von λαθικηδής.