πλινθουργός

From LSJ
Revision as of 11:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθουργός Medium diacritics: πλινθουργός Low diacritics: πλινθουργός Capitals: ΠΛΙΝΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: plinthourgós Transliteration B: plinthourgos Transliteration C: plinthourgos Beta Code: plinqourgo/s

English (LSJ)

ὁ, brickmaker, Pl. Tht.147a, Gal.4.618, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
briquetier.
Étymologie: πλίνθος, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.

Russian (Dvoretsky)

πλινθουργός:кирпичный мастер, кирпичник Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].

Greek Monotonic

πλινθουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλινθεία, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).

Middle Liddell

πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a brickmaker, Plat.