τίταξ
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1120] ὁ, = βασιλεύς, Hesych., fem. τιτήνη.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
roi.
Étymologie: DELG Τιτάν.
Greek (Liddell-Scott)
τίταξ: ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεὺς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔντιμος ἤ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το θ. της λ. Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -αξ (πρβλ. άναξ)].