ἠπιόδωρος

From LSJ
Revision as of 17:27, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐόδωρος Medium diacritics: ἠπιόδωρος Low diacritics: ηπιόδωρος Capitals: ΗΠΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: ēpiódōros Transliteration B: ēpiodōros Transliteration C: ipiodoros Beta Code: h)pio/dwros

English (LSJ)

ον, soothing by gifts, bountiful, fond, μήτηρ Il.6.251; Κύπρις Stesich.26; Μοῦσαι Opp.H.4.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] milde Gaben gebend; μήτηρ Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; Κύπρις gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; Ἀσκληπιός Orph. H. 67, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doux présents.
Étymologie: ἤπιος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιόδωρος: ласково дарящий, любвеобильный (μήτηρ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, μήτηρ, («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· Κύπρις Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ.

English (Autenrieth)

kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.

Greek Monolingual

ἠπιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. ά-δωρος].

Greek Monotonic

ἠπιόδωρος: -ον (δῶρον), ευεργετικός, γενναιόδωρος, αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠπιό-δωρος, ον δῶρον
soothing by gifts, bountiful, Il.