εὐποίητος

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίητος Medium diacritics: εὐποίητος Low diacritics: ευποίητος Capitals: ΕΥΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eupoíētos Transliteration B: eupoiētos Transliteration C: efpoiitos Beta Code: eu)poi/htos

English (LSJ)

εὐποίητον (v. infr.), well-made, well-wrought, ἔν τε θρόνοις εὐ. Od.20.150; εὐποίητόν τε πυράγρην 3.434; ἅρμα B.5.177, cf. Hes.Sc. 64, A.R.3.871, etc.: fem. -τῇσι, -τάων, Il.5.466, 16.636 (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien fait, bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίητος: хорошо сделанный, искусно изготовленный (θρόνος, πυράγρη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίητος: -ον, (ἴδε κατωτ.): ― καλῶς πεποιημένος, καλῶς εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, ἔνθα ἡ τοῦ θηλυκοῦ κατάληξις ἀπαντᾷ, δέον νὰ γραφῇ διῃρημένως: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ ὅμως ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).

English (Autenrieth)

well-made, well-wrought.

Greek Monolingual

εὐποίητος και εϋποίητος, -ον (Α) ευποιώ
ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

εὐποίητος: -ον, καλοφτιαγμένος, καλά επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Middle Liddell

εὐ-ποίητος, ον
well-made, well-wrought, Od., Hes.