ξηραντικός Search Google

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηραντικός Medium diacritics: ξηραντικός Low diacritics: ξηραντικός Capitals: ΞΗΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xērantikós Transliteration B: xērantikos Transliteration C: ksirantikos Beta Code: chrantiko/s

English (LSJ)

ξηραντική, ξηραντικόν, causing to dry up, c.gen., πνεύμονος Hp.Acut. 16,22: abs., ξ. [χυλός] Thphr. CP 6.1.3; ξ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf. Arist.Pr.925a34 (Comp.); ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. ξηραντικῶς = by drying. Herod.Med. ap. Orib.5.28.23.

German (Pape)

[Seite 279] trocknend, Plut. Qu. Nat. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui dessèche, qui rend sec.
Étymologie: ξηραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ξηραντικός: быстро сохнущий или быстро высушивающий (τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ξηραίνειν, τινος Ἱππ. 386. 2., 387· 25· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 29. 22, 2, Διοσκ. 1. 12, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξηραντικός, -ή, -όν) ξηραίνω
αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά
(ενν. μέσα) χημ. ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη διαδικασία ξήρανσής τους στον αέρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηραντικόν
η δυνατότητα ή η ικανότητα για ξήρανση.
επίρρ...
ξηραντικῶς (Α)
με αποξήρανση.