πολεμαδόκος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
Aeol. and Dor. for πολεμηδόκος.
German (Pape)
[Seite 653] dor. statt πολεμηδόκος, ὅπλα, Pind. P. 10, 64.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui soutient le choc de la guerre, belliqueux.
Étymologie: πόλεμος, δέκομαι.
Russian (Dvoretsky)
πολεμᾱδόκος: дор. = * πολεμηδόκος.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμᾱδόκος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολεμηδόκος.
English (Slater)
πολεμᾱδόκος taking the brunt of war ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολεμηδόκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμᾱδόκος Dor. en Aeol. voor πολεμηδόκος.