χρυσότευκτος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ον, wrought of gold, A.Th.660, Fr.184, E.Ph.220 (lyr.), Eub.20.4, dub. in E.Med.984 (lyr., fort. legit Sch.).
German (Pape)
[Seite 1382] von Gold gemacht, bereitet; Aesch. γράμματα, Sept. 642; ἀγάλματα Eur. Phoen. 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fabriqué en or, fait d'or.
Étymologie: χρυσός, τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσότευκτος: сделанный из золота, золотой (γράμματα Aesch.; ἀγάλματα, στέφανος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσότευκτος: -ον, εἰργασμένος, κατασκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 660, Ἀποσπ. 184, Εὐρ. Φοίν. 220, Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 2· κατὰ διόρθωσιν ἀντὶ χρυσεότευκτος ἐν Εὐρ. Μηδ. 984.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α
κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ.
β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκότευκτος].
Greek Monotonic
χρῡσότευκτος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ., Ευρ.