Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τερατολογία

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτολογία Medium diacritics: τερατολογία Low diacritics: τερατολογία Capitals: ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: teratología Transliteration B: teratologia Transliteration C: teratologia Beta Code: teratologi/a

English (LSJ)

ἡ, telling of marvels, marvellous tales, Isoc 15.285 (pl.), Str.6.2.4, Ph.1.505, Procl.in Cra.p.55 P., Ps.-Luc.Philopatr.2.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, Erzählung od. Beschreibung auffallender, wunderbarer Naturerscheinungen, bes. solcher, die man als bedeutungsvolle Vorzeichen betrachtet; τῶν παλαιῶν σοφιστῶν, Isocr. 15, 285; φιλοσόφων, Luc. philop. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
récit de choses extraordinaires, inventions mensongères, hâblerie.
Étymologie: τερατολόγος.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτολογία:фантастический рассказ, небылица Isocr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτολογία: ἡ, τὸ τερατολογεῖν, τὸ διηγεῖσθαι πράγματα θαυμαστά, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304, Στράβ. 271, Λουκ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
αφήγηση ή περιγραφή παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, παραδοξολογία (α. «λέει συνεχώς τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν τερατολογίας ἀγαπώντας φιλοσοφεῖν φασιν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
1. βιολ. κλάδος της αναπτυξιακής βιολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τών αιτίων, την ανάπτυξη, την περιγραφή και την ταξινόμηση τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο καθώς και με την πειραματική παραγωγή τους
2. πραγματεία σχετική με τα τέρατα
3. χονδροειδής ψευδολογία
αρχ.
περιγραφή τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν κρεῶν σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. teratology].

Greek Monotonic

τερᾰτολογία: ἡ, εξιστόρηση παράξενων φαινομένων, διήγηση θαυμαστών πραγμάτων, σε Ισοκρ., Λουκ.

Middle Liddell

τερᾰτολογία, ἡ,
a telling of marvels, marvellous tales, Isocr., Luc. [from τερᾰτολόγος]