ἀκράαντος

From LSJ
Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκράαντος Medium diacritics: ἀκράαντος Low diacritics: ακράαντος Capitals: ΑΚΡΑΑΝΤΟΣ
Transliteration A: akráantos Transliteration B: akraantos Transliteration C: akraantos Beta Code: a)kra/antos

English (LSJ)

[κρᾱ], ον, (kraiai/nw) = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne s'accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.

German (Pape)

ἄκραντος, Hom. dreimal, Il. 2.138 ἔργον ἀκράαντον, Od. 2.202 θεοπροπίης, ἣν σὺ μυθέαι ἀκράαντον, 19.565 ὄνειροι ἔπε' ἀκράαντα φέροντες.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.

English (Autenrieth)

(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.

Greek Monolingual

ἀκράαντος, -ον (Α)
ο ἄκραντος.

Greek Monotonic

ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[epic form of ἄκραντος
unfulfilled, fruitless, Lat. irritus, Hom.