θυσανηδόν
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Adv. fringe-like, Ael.NA16.11.
German (Pape)
[Seite 1228] troddelartig, Ael. H. N. 16, 11.
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de frange.
Étymologie: θύσανος, -δον.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσᾰνηδόν: Ἐπίρρ., ὡς θύσανος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11.
Greek Monolingual
θυσανηδόν (Α)
επίρρ. σαν θύσανος, σαν φούντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βουστροφηδόν, πρηνηδόν)].