ἠμαθόεις

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμᾰθόεις Medium diacritics: ἠμαθόεις Low diacritics: ημαθόεις Capitals: ΗΜΑΘΟΕΙΣ
Transliteration A: ēmathóeis Transliteration B: ēmathoeis Transliteration C: imathoeis Beta Code: h)maqo/eis

English (LSJ)

ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or -όεις, εν if Πύλος (q.v.) be fem.), Ep. for ἀμ-, (ἄμαθος) sandy, epithet of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.Sc.360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)

German (Pape)

[Seite 1164] εσσα, εν, ep. statt ἀμαθόεις von ἄμαθος, sandig; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 παραθαλάσσιος erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form ἠμαθόεις; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.

French (Bailly abrégé)

όεσσα ou όεις, όεν;
sablonneux.
Étymologie: ion. p. *ἀμαθόεις de ἄμαθος.

Russian (Dvoretsky)

ἠμᾰθόεις: όεσσα, όεν ион. песчаный (Πύλος Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠμᾰθόεις: εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- (ἄμαθος), ἀμμώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· ὥστε ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον ἠμαθόεις, -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, διότι ἡ Ἦλις δὲν εἶναι ἀμμώδης, ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· ὡσαύτως, ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): sandy, epithet of Pylos.

Greek Monolingual

ἠμαθόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. τ. του αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἠμᾰθόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀμ- (ἄμαθος), ο αμμώδης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἠμᾰθόεις, εσσα, εν [epic for ἀμᾰθόεις] ἄμαθος
sandy, Hom.