νικαῖος

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκαῖος Medium diacritics: νικαῖος Low diacritics: νικαίος Capitals: ΝΙΚΑΙΟΣ
Transliteration A: nikaîos Transliteration B: nikaios Transliteration C: nikaios Beta Code: nikai=os

English (LSJ)

α, ον, (νίκη) of or belonging to victory, θεός J.AJ3.2.5; Ζεὺς N., = Juppiter Victor, D.C. 47.40; ἐλπίς Nonn. D. 18.169; Πάλλας ν., as the giver of victory, ib. 37.623: νικαίην, Ion. for νίκην, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 255] den Sieg betreffend, Sp.; Ζεύς, der Siegverleiher, wie Παλλάς, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκαῖος: -α, -ον, (νίκη) ὁ ἀνήκων εἰς νίκην, ἐλπὶς Νόνν. Δ. 18. 169· Παλλὰς ν., ἡ παρέχουσα τὴν νίκην, αὐτόθι 37. 623· - νικαίην, ἑρμηνεύεται ὡς Ἰων. ἀντὶ νίκην, Φώτ., Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 313.

Greek Monolingual

νικαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη
2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῖον
μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].