τιμωρησείω
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
wish to avenge, -ησείοντες Agath.3.17.
Greek (Liddell-Scott)
τιμωρησείω: ἐφετικὸν τοῦ τιμωρέω, ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B.
Greek Monolingual
Α
(ως εφετικό του τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχησείω)].