χαλκοπαγής

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπᾰγής Medium diacritics: χαλκοπαγής Low diacritics: χαλκοπαγής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: chalkopagḗs Transliteration B: chalkopagēs Transliteration C: chalkopagis Beta Code: xalkopagh/s

English (LSJ)

χαλκοπαγές, made of bronze, σάλπιγξ AP6.46 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1331] ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'airain.
Étymologie: χαλκός, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπᾰγής: сделанный из меди (σάλπιγξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπᾰγής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, σάλπιγξ Ἀνθ. Παλατ. 6. 46.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυπαγής, ὑδροπαγής].

Greek Monotonic

χαλκοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαλκο-πᾰγής, ές πήγνυμι
made of brass, Anth.