κράντωρ

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντωρ Medium diacritics: κράντωρ Low diacritics: κράντωρ Capitals: ΚΡΑΝΤΩΡ
Transliteration A: krántōr Transliteration B: krantōr Transliteration C: krantor Beta Code: kra/ntwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6.
II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράντωρ -ορος, ὁ [κραίνω] heer, heerser.

German (Pape)

ορος, ὁ, = κραντήρ, Herrscher; χθονός Eur. Andr. 508; Apollnds. 14 (IX.281).

Russian (Dvoretsky)

κράντωρ: ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.).

Greek Monolingual

κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).

Greek Monotonic

κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.

Middle Liddell

κράντωρ, ορος, = κραντήρ, Eur., Anth.]