προγεύστης
From LSJ
English (LSJ)
προγεύστου, ὁ, one who tastes before, Plu.2.990a, Ath.4.171b: fem. προγευστρίς, ίδος, ὄσφρησις Ph.1.170, cf. 603.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, der Vorkoster, = προτένθης, Ath. IV, 171 c; βασιλικοί, königlicher Mundschenk, Plut. Gryll. 7.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui goûte ou déguste d'abord.
Étymologie: προγεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
προγεύστης: ου ὁ дегустатор, виночерпий (на обязанности которого лежало пробовать подаваемое к столу вино) (προγεῦσται βασιλικοί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προγεύστης: -ου, ὁ, ὁ γευόμενος πρότερον τὰ φαγητά, ὁ γευόμενος χάριν δοκιμῆς, Πλούτ. 2. 990Α, Ἀθήν. 171Β, θηλ. -γευστρίς, ίδος, Φίλων 1. 170, 603. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.
Greek Monolingual
ὁ, Α προγεύομαι
αυτός που δοκιμάζει προηγουμένως κάτι με τη γεύση.