Δύσπαρις

From LSJ
Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δύσπᾰρις Medium diacritics: Δύσπαρις Low diacritics: Δύσπαρις Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΣ
Transliteration A: Dýsparis Transliteration B: Dysparis Transliteration C: Dysparis Beta Code: *du/sparis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, unhappy Paris, Paris of ill omen, Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.19.1.

Spanish (DGE)

(Δύσπᾰρις) ὁ
• Morfología: [voc. -ι Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.27.1; ac. -ιν Aristid.Or.3.463]
Paris maldito, funesto Paris apelativo del héroe troyano Δύσπαρι ... γυναιμανές Il.ll.cc., Δ. Αἰνόπαρις κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, cf. Luc.l.c., Aristid.Or.3.463.

German (Pape)

[Seite 686] ιδος, Unglücks-Paris, Homer zweimal, Iliad. 3, 39. 13, 769 Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 31 Δύσπαρι· δυσώνυμε, κακῶς παρωνομασμένε. Vgl. Κακοΐλιος und Ἄιρος. – Alcman bei Scholl. Iliad. 3, 39 u. bei Eustath. p. 379, 38 (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 642 frgm. 31) Δύσπαρις, αἰνόπαρις, κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρῃ. – Luc. Mort. D. 19.

French (Bailly abrégé)

ιδος
voc. ι;
malheureux ou funeste Pâris.
Étymologie: δυσ-, Πάρις.

Russian (Dvoretsky)

Δύσπᾰρις: ιδος ὁ разнесчастный Парис Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν πρόξενος, Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. Αἰνόπαρις, Δυσελένη.

Greek Monolingual

Δύσπαρις (-ιδος), ο (Α)
ο Πάρις που προκάλεσε συμφορές.

Greek Monotonic

Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί δυστυχία, που προξενεί συμφορές, δεινά, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Δυσελένα.

Middle Liddell

Δύσ-παρις, ιδος
unhappy Paris, ill-starred Paris, Il.; cf. Δυσελένα.