πολύμιτος

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμῐτος Medium diacritics: πολύμιτος Low diacritics: πολύμιτος Capitals: ΠΟΛΥΜΙΤΟΣ
Transliteration A: polýmitos Transliteration B: polymitos Transliteration C: polymitos Beta Code: polu/mitos

English (LSJ)

πολύμιτον, consisting of many threads, Cratin.436; τὰ π. damask stuffs, in which several threads were taken for the woof in order to weave in patterns, Plin.HN8.196; πέπλοι π. damask robes, A.Supp.432 (lyr.); προσκεφάλαια Sammelb. 7033.37 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 666] vielfädig, πέπλοι, Aesch. Suppl. 427, buntgewebte ägyptische Kleider; denn τὰ πολύμιτα sind Zeuge, bei denen zum Einschlag mehrere Fäden genommen wurden, um Blumen u. andere Figuren einzuweben, wie bei Damast; das lat. polymita und plumatica.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.
Étymologie: πολύς, μίτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμιτος -ον [πολύς, μίτος] met veel draden:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.

Russian (Dvoretsky)

πολύμῐτος: пестротканный, разноцветный (πέπλοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμῐτος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν μίτων (νημάτων) συνιστάμενος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 115· τὰ πολύμιτα, ὑφάσματα ὡς τὰ νῦν δαμασκηνὰ διὰ πολλῶν μίτων ὑφαινόμενα, Λατ. polymita, Πλίν. 8. 74· πέπλοι πολύμιτοι, τοιαῦτα Αἰγύπτια ὑφάσματα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. ― ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν τὰ τοιαῦτα ὑφάσματα ἐκαλεῖτο πολυμιτικὴ ἢ πολυμιταρική, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ. ποικιλτική.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύμιτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα
τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή διακόσμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μίτος (πρβλ. λεπτόμιτος)].