σκώρ

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source

French (Bailly abrégé)

σκατός (τό) :
excrément.
Étymologie: pour *σκαρτ ; cf. ἥπαρ pour *ἥπαρτ ; lat. stercus.

Greek Monolingual

δωρ. τ. σκώρ, γεν. σκατός, τὸ, Α
περίττωμα, αποπάτημα, σκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)ke-r- «κόπρος» (πρβλ. λατ. mu-scerda, αρχ. νορβ. skarn, χεττιτ. šakar, šaknaš) και εμφανίζει εναλλαγή r / n στο επίθημα τών τ. της ονομ. σκῶρ και της γεν. σκατός (< σκ-n-τος), αντίστοιχα (πρβλ. ὕδωρ, ὕδατος). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο τ. σκῶρ εμφανίζει στην ονομ. και αιτ. μακρό φωνηεντισμό -ωρ- στο επίθημα -γ- αντί της αναμενόμενης συνεσταλμένης βαθμίδας -αρ- (πρβλ. ἧπαρ)].

Translations

excrement

Arabic: غَائِط‎, بِرَاز‎, خَرَاء‎, خِرَاء‎; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex