παιωνία
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ἡ, (Παιών) A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; Ep. παιονίη Orph.A.918. 2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180. II name of an antidote, Orib.Fr.82.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch γλυκυσίδη hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pivoine, plante.
Étymologie: fém. de παιώνιος¹.
Greek (Liddell-Scott)
παιωνία: ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ γλυκυσίδη, εἶδος φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. παιονίη, Ὀρφ. Ἀργ. 916.
Greek Monolingual
η (Α παιωνία και επικ. τ. παιονίη) παιώνιος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια παιωνιίδες
αρχ.
1. είδος φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες
2. το φυτό χελιδόνιον το μέγα
3. είδος φαρμάκου.
Translations
peony
Albanian: lulegjake, bozhure; Armenian: քաջվարդ, պիոն; Azerbaijani: pion; Belarusian: півоня; Bulgarian: божур; Catalan: peònia; Chechen: цӏен лерг; Chinese Cantonese: 牡丹; Mandarin: 牡丹; Chuvash: пион; Crimean Tatar: şaqayıq; Czech: pivoňka; Danish: pæon; Dutch: pioen, pioenroos; Estonian: pojeng; Finnish: pioni; French: pivoine; Galician: peonia; Georgian: იორდასალამი; German: Pfingstrose, Päonie; Greek: παιωνία; Ancient Greek: ἀγλαόφαντον, ἀγλαοφῶτις, αἰμαγωγόν, ἀλφαιωνία, ἀλφαωνιά, ἀλφαωνία, γλαβρήνη, γλαοφώτη, γλυκυσίδη, γλυκυσίδιον, γλυκυσῖτις, δάκτυλοι Ἰδαῖοι, διχόμηνος, τὸ διχότομον, διχότομον, Ἑκατεία, ἐφιαλτεία, ἐφιαλτία, ἐφιάλτιον, θεοδόνιον, θεοδώνιον, κυνόσπαστος, μήνιον, ὀροβάδιον, ὀρόβαξ, παιωνία, σελήνιον, σεληνόγονον, σεληνόγονος; Hebrew: אַדְמוֹנִית; Hungarian: bazsarózsa; Italian: peonia; Japanese: 牡丹, ボタン; Kashubian: bùjón; Kazakh: таушымылдық, шұғынық, сәлдегүл; Korean: 모란; Kyrgyz: пион; Latin: paeonia; Latvian: peonija; Lithuanian: bijūnas; Macedonian: божур; Mongolian: цээнэ цэцэг; Norman: pâsse-rose; Polish: piwonia, peonia; Portuguese: peônia, peónia; Romanian: bujor; Russian: пион; Serbo-Croatian: божур, božur; Slovene: potonika; Spanish: peonía; Swedish: pion; Tatar: пион, чалма чәчәк, чалмабаш; Thai: โบตั๋น; Turkish: şakayık; Ukrainian: півонія; Uzbek: sallagul; Vietnamese: mẫu đơn