νέα

From LSJ
Revision as of 21:24, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέα Medium diacritics: νέα Low diacritics: νέα Capitals: ΝΕΑ
Transliteration A: néa Transliteration B: nea Transliteration C: nea Beta Code: ne/a

English (LSJ)

Ion. acc. of ναῦς.
II v. νειός.

French (Bailly abrégé)

acc. de ναῦς;
fém. de νέος;
neutre pl. de νέος.

Russian (Dvoretsky)

νέα:
I acc. к ναῦς.
II ἡ [f к νέος I]
1 (sc. σελήνη) новолуние rph., Lys.;
2 (sc. ἡμέρα) первый день месяца: μηνὸς τῇ νέᾳ Plat. в первый день месяца.

Greek (Liddell-Scott)

νέα: ἡ νέωμα, κοινῶς «νειάμα», μέρος χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον ὅπως καλλιεργηθῇ πάλιν πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.

Greek Monolingual

νέα, ἡ (Α)
βλ. νειός.

Greek Monotonic

νέα: Ιων. αιτ. του ναῦς.