καταλήγω

Revision as of 07:27, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

English (LSJ)

A leave off, stop, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος A.Ag.1479 (anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch.1075 (anap.); καταλήγω ἐν… to end at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι D.S.14.2, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; (ἡδοναὶ) περὶ τὸ σῶμα καταλήγω Plu.2.705a; πρός τι Arist.Mete.340b9; εἴς τι D.S.20.2, Hierocl.in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Theophrastus Ign.50; τὰ καταλήγοντα = limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11; πόλεως J.BJ3.7.34: in sg., τὸ καταλήγον τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.
2 especially in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον καταλήγοντος A.D.Pron.50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154, cf. 4, Hermog.Id.1.6.
II trans., close, finish, ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84.

German (Pape)

[Seite 1360] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.

French (Bailly abrégé)

intr. arriver à sa fin, finir, cesser : περί τι, ἔν τινι aboutir à qch ; τὸ καταλῆγον, τὰ καταλήγοντα PLUT la limite, les frontières d'un pays.
Étymologie: κατά, λήγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λήγω stoppen, ophouden:; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος voordat de oude smart tot rust is gekomen Aeschl. Ag. 1479; ποῖ καταλήξει... μένος ἄτης; waar zal de kracht van het onheil stoppen? Aeschl. Ch. 1075; ptc. subst.: τὰ καταλήγοντα de grenzen.

Russian (Dvoretsky)

καταλήγω:
1 приходить к концу, кончаться (ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.): πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. прежде чем прошла старая боль; κ. πρός τι Arst., ἔν τινι и περί τι Plut., εἴς τι и ἐπί τι Diod. кончаться чем-л.;
2 кончать, прекращать (τὴν πραγματείαν εἴς τι Diod.).

Greek Monolingual

(AM καταλήγω)
1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω
2. τερματίζω, παύω
νεοελλ.
1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
2. φθάνω σε συμπέρασμα
3. (το γ' εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να
το αποτέλεσμα ήταν να... («κατέληξε να μην πάρω τίποτε από το μερίδιό μου»)
αρχ.
(το ουδ. μτχ. πληθ.) τὰ καταλήγοντα
τα όρια ενός τόπου, τα σύνορα.

Greek Monotonic

καταλήγω: μέλ. -ξω, διακόπτω, τελειώνω, σταματώ, σε Αισχύλ.· ποῖ καταλήξει, σε ποιο σημείο θα σταματήσει; στον ίδ.· τὰκαταλήγοντα, τα σύνορα μιας περιοχής, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλήγω: μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; εἰς ποῖον σημεῖον θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· περί… Πλούτ. 2. 705Α· πρός τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· αὐτοῦ καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν ἄλλο νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ Θουκυδίδης τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84.

Middle Liddell

fut. ξω
to leave off, end, stop, Aesch.; ποῖ καταλήξει; at what point will it cease? Aesch.:— τὰ καταλήγοντα the limits of a district, Plut.