ὀξυωπής

From LSJ
Revision as of 22:25, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠωπής Medium diacritics: ὀξυωπής Low diacritics: οξυωπής Capitals: ΟΞΥΩΠΗΣ
Transliteration A: oxyōpḗs Transliteration B: oxyōpēs Transliteration C: oksyopis Beta Code: o)cuwph/s

English (LSJ)

ὀξυωπές, (ὤψ)
A sharp-sighted, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Arist.HA492a9; ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος ib.620a2, cf. Luc.Icar.14: Comp. ὀξυωπέστερος Ph.1.531, 2.546. Adv., ὀξυωπέστερον βλέπεις Suid. s.v. Λυγκέως; ὀξυωπέστατα ὁρᾶν Ph.1.338; βλέπειν Herm. ap. Stob.1.49.45.
2 metaph., θίξις -εστέρα Marcellin.Puls.19.
II Act., sharpening the sight, Dsc.3.45.

German (Pape)

[Seite 355] ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la vue perçante.
Étymologie: ὀξύς, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠωπής: обладающий острым зрением, зоркий (ὀφθαλμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυωπής: -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος αὐτόθι 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.

Greek Monolingual

ὀξυωπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)
2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα
με δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. πολυωπής].

Greek Monotonic

ὀξυωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει οξεία, ανεπτυγμένη όραση, σε Αριστ., Λουκ.

Middle Liddell

ὀξυ-ωπής, ές [ὤψ]
sharp-sighted, Arist., Luc.