ὄλπη
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ἡ,
A leather oil-flask, esp. used in the wrestling-school, Theoc. 2.156, Nic.Th.97; Corinth.. Byz., and Cypr. word, acc. to Clitarch. ap.Ath.11.495c; λιθάργυρος ὄ. Achae.19; a Cynic's flask, AP6.293 (Leon.), 7.68 (Arch.).
2 = πρόχοος, Ion Trag.10 (Thess. in this sense acc. to Clitarch. l.c.).
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, eine lederne Oelflasche, λήκυθος, bes. zum Gebrauch in der Palästra, Theocr. 2, 156; Nic. Ther. 97. Von der Flasche des Diogenes, Archi. 34 (VII, 68); ῥυπόεσσα, Leon. Tar. 10 (VI, 293); vgl. Ath. XI, 445 b.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
flacon à huile, en cuir.
Étymologie: DELG ἔλπος, vieux mot pour « huile, graisse ».
Russian (Dvoretsky)
ὄλπη: дор. ὄλπα ἡ (= λήκυθος) кожаный пузырек для масла heocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλπη: ἡ, ἀγγεῖον ἐλαιοδόχον ἐκ βύρσης, δερματίνη λήκυθος, κυρίως ἐν χρήσει ἐν τῇ παλαίστρᾳ, «τὴν δὲ ὄλπην Κλείταρχος Κορινθίους μέν φησι καὶ Βυζαντίους καὶ Κυπρίους τὴν λήκυθον ἀποδιδόναι» Ἀθήν. 495C, Θεόκρ. 2. 156, Νικ. Θηρ. 97· λιθάργυρος ὄλπη Ἀχαιὸς αὐτόθι 451C· ἐπὶ τῆς λαγήνου τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 6. 193., 7. 68. 2) = πρόχοος, Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 495C· - πρβλ. ὄλπις.
Greek Monotonic
ὄλπη: ἡ, δερμάτινος ασκός για λάδι, σε Θεόκρ., Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: oil flask
See also: s. ἔλπος.
Middle Liddell
ὄλπη, ἡ,
a leather oil-flask, Theocr., Anth.
Frisk Etymology German
ὄλπη: {ólpē}
Grammar: f.
Meaning: Ölflasche
See also: s. ἔλπος.
Page 2,383