τελωνικός

From LSJ
Revision as of 11:17, 16 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνικός Medium diacritics: τελωνικός Low diacritics: τελωνικός Capitals: ΤΕΛΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: telōnikós Transliteration B: telōnikos Transliteration C: telonikos Beta Code: telwniko/s

English (LSJ)

τελωνική, τελωνικόν,
A relating to tax-farming, νόμοι D.24.101, PRev.Laws21.12 (iii B.C.); πρόσοδοι Plu.2.201b; τὰ τελωνικά the tolls, Pl. Lg.842d.
2 of tax-farmers or for tax-farmers, of certain μοῖραι in Cancer, Vett. Val.15.16.

German (Pape)

[Seite 1089] ή, όν, vom Zolleinnehmer, ihn betreffend, zöllnerisch; Plat. Legg. VIII, 842 d; νόμοι, Dem. 24, 101; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de fermier général, de publicain.
Étymologie: τελώνης.

Russian (Dvoretsky)

τελωνικός: налоговый, податной (νόμοι Plat., Dem.; πρόσοδοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τελωνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τελωνίαν· τελ. νόμοι, οἱ ἀποβλέποντες εἰς τοὺς φόρους καὶ τοὺς δασμούς, Δημ. 732. 1· πρόσοδοι Πλούτ. 2. 201Α· - τὰ τελωνικά, τὰ τέλη, Πλάτ. Νόμ. 842D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τελώνης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελωνία («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», Δημοσθ.)
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελωνικά
τα τέλη, οι φόροι.
επίρρ...
τελωνικῶς Α
όπως ο τελώνης του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.).

Greek Monotonic

τελωνικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει το έργο του τελώνη, τ. νόμοι οι νόμοι που ρυθμίζουν τις τελωνιακές διαδικασίες, σε Δημ.

Middle Liddell

τελωνικός, ή, όν
of or for τελωνία, τ. νόμοι the excise and custom laws, Dem.