ἀμβολιεργός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἀμβολιεργόν, poet. for ἀναβολ-, (ἀναβάλλω B. 11) putting off work, dilatory, ἀνήρ Hes.Op.413; τινός or ἔν τινι in a thing, Plu.2.548d, 118c.
Spanish (DGE)
-όν
1 que deja el trabajo para más tarde, que retrasa el trabajo, ἀνήρ Hes.Op.413.
2 dilatorio, que retrasa τοῦ κακῶς ποιεῖν de un dios, Plu.2.548d, σιωπή Nonn.D.42.156.
German (Pape)
[Seite 119] (ἀναβάλλω), die Arbeit aufschiebend, saumselig, Hes. O. 411 u. Sp. D.; τοῦ κακῶς ποιεῖν Plut. S. N. V. 2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui remet ou ajourne une tâche.
Étymologie: ἀμβολή, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβολιεργός: любящий откладывать дела, медлительный (ἀνήρ Hes.): ἀ. τινος и ἔν τινι Plut. постоянно откладывающий что-л. (на другое время).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολ. - (ἀναβάλλω Β. ΙΙ.) ὁ τὸ ἔργον αὐτοῦ ἀναβάλλων, ἀμελὴς ἀνήρ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 411· τινὸς ἢ ἔν τινι ὡς πρός τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 548D, 118C.
Greek Monotonic
ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. αντί ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον), αυτός που αναβάλλει μια εργασία, αμελής, κωλυσιεργός, σε Ησίοδ., Πλούτ.
Middle Liddell
poet. for ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον)]
putting off a work, dilatory, Hes., Plut.