κατιλλώπτω
English (LSJ)
A look askance at, leer at, τινι Philem.124; θῆλυ κ. AP 5.199.
2 look scornfully, Poll.2.52, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1402] mit blinzelnden Augen nach Etwas hinsehen, es beäugeln, bes. verliebt, buhlerisch liebäugeln, Ep. ad. 111 (V, 200) u. Sp. S. das simplex.
French (Bailly abrégé)
regarder en clignant des yeux ; regarder avec passion.
Étymologie: κατά, ἴλλω, ὄψομαι « regarder en roulant des yeux » ?
Russian (Dvoretsky)
κατιλλώπτω: (влюбленно) подмигивать nth.
Greek (Liddell-Scott)
κατιλλώπτω: (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), βλέπω λοξῶς πρὸς τινα, κάμνω νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «κάμνω’μμάτι», ἐρωτικῶς βλέπω, τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἔνθα ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) καταβλέπω ἐπὶ χλευασμῷ, Πολυδ. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. ἐγκατιλλώπτω, ἐνιλλώπτω.
Greek Monolingual
κατιλλώπτω (Α)
1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια
2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ιλλώπτω wellustig bekijken.