πολύθροος

From LSJ
Revision as of 19:45, 24 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθροος Medium diacritics: πολύθροος Low diacritics: πολύθροος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΟΟΣ
Transliteration A: polýthroos Transliteration B: polythroos Transliteration C: polythroos Beta Code: polu/qroos

English (LSJ)

πολύθροον, contr. πολύθρους, πολύθρουν, clamorous, μάται A.Supp.820 (lyr.); φήμη Tryph.236; κυκλίων στίχος App.Anth.3.186.

German (Pape)

[Seite 663] zsgzgn πολύθρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v.l. πολύθυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
très bruyant, très sonore.
Étymologie: πολύς, θρόος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθροος -οον, contr. πολύθρους -ουν [πολύς, θρόος] met veel geschreeuw.

Russian (Dvoretsky)

πολύθροος: стяж. πολύθρους 2 многошумный (μάται Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ μετὰ πολλοῦ θορύβου, θορυβώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων στίχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.

Greek Monotonic

πολύθροος: -ον, συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, θορυβώδης, πολύβουος, σε Αισχύλ.