μητροκτονέω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
kill one's mother, commit matricide A.Eu.202, al., E.Or.887, Arist.EN1110a29.
German (Pape)
[Seite 179] die Mutter tödten; Aesch. Eum. 193 u. öfter; Eur. Or. 885; Arist. eth. 3, 1; Luc. Ner. 10.
French (Bailly abrégé)
μητροκτονῶ :
tuer sa mère.
Étymologie: μητροκτόνος.
Russian (Dvoretsky)
μητροκτονέω: убивать (свою) мать Aesch., Eur. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκτονέω: φονεύω τὴν μητέρα μου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 202, 427, 595, Εὐρ. Ὀρ. 887, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 8.
Greek Monotonic
μητροκτονέω: σκοτώνω τη μητέρα μου, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
μητροκτονέω,
to kill one's mother, Aesch., Eur. [from μητροκτόνος