προήδομαι
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
Pass., to be pleased before or first, τῇ ἰδέᾳ with... Arist.EN1167a5.
German (Pape)
[Seite 723] (s. ἥδομαι), sich vorher freuen od. ergötzen.
French (Bailly abrégé)
se réjouir d'avance, ou auparavant.
Étymologie: πρό, ἥδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ήδομαι tevoren genieten van, eerst tevreden zijn met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προήδομαι: заранее радоваться: προησθείς τινι Arst. заранее наслаждающийся чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
προήδομαι: Παθητ., ἥδομαι, χαίρω πρότερον ἢ πρῶτος, τῇ ἰδέᾳ, ἐπὶ τῇ ἰδέᾳ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 3.
Greek Monolingual
Α ἥδομαι
χαίρομαι εκ τών προτέρων ή πρώτος.
Greek Monotonic
προήδομαι: Παθ., χαίρομαι πιο πριν ή πρώτος, σε Αριστ.