δειροτομέω
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
fut. -ήσω, cut the throat of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, cf. 555, Od.22.349.
Spanish (DGE)
cortar el cuello, degollar, matar σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει Il.21.555, cf. Od.22.349, Nonn.D.37.48, δύω βόε δειροτομῆσαι h.Merc.405, cf. Il.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius C.Par.19.3.
French (Bailly abrégé)
δειροτομῶ :
f. δειροτομήσω;
couper le cou, décapiter, acc..
Étymologie: δειρή, τέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειροτομέω [δέρη, τέμνω] iem. de hals doorsnijden, met acc.
German (Pape)
den Hals abschneiden, τινά; ἄμφω δειροτομήσεις Il. 21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει 21.555, μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι Od. 22.349, τῶν ἐνέβαλλε πυρῇ δύο δειροτομήσας Il. 23.174. Vgl. das Komposit. ἀποδειροτομέω, welchesin Ilias und Odyssee mehrmals nach Homerischer Art anstatt des simpl. δειροτομέω gebraucht ist.
Russian (Dvoretsky)
δειροτομέω: перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.).
English (Autenrieth)
(τέμνω): cut the throat, behead.
Greek Monotonic
δειροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), κόβω το λαιμό ενός ανθρώπου, αποκεφαλίζω, σὺδ' ἄμφω δειροτομήσεις, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
δειροτομέω: μέλλ. –ήσω, κόπτω τὸν λαιμόν τινος, ἀποκεφαλίζω, σὺ δ’ ἄμφω δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.
Middle Liddell
τέμνω
to cut the throat of a person, behead, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Hom.