δημόκραντος
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
δημόκραντον, ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).
Spanish (DGE)
-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.
German (Pape)
[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
δημόκραντος: всенародно принятый, общенародный (ἀρά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.
Greek Monolingual
δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].
Greek Monotonic
δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.