λαγοδαίτης

From LSJ
Revision as of 21:27, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγοδαίτης Medium diacritics: λαγοδαίτης Low diacritics: λαγοδαίτης Capitals: ΛΑΓΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lagodaítēs Transliteration B: lagodaitēs Transliteration C: lagodaitis Beta Code: lagodai/ths

English (LSJ)

λαγοδαίτου, ὁ, (δαίω B) hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγοδαίτης: дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев esch.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).

Greek Monolingual

λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].

Greek Monotonic

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λᾰγο-δαίτης, ου, ὁ, δαίω
hare-devourer, Aesch.