ξενιστής
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
English (LSJ)
ξενιστοῦ, ὁ, = ξένος I, guest, Sch.Pi.P.4.52.
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, der Bewirtende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ξενίζων, φιλοξενῶν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 52, Θ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Β΄, 398, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Μ ξενιστής) ξενίζω
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) α) οργανισμός μέσα ή πάνω στον οποίο ζει ένας άλλος οργανισμός ως παράσιτο ή ως το κατ' εξοχήν επωφελούμενο μέλος μιας συμβιωτικής σχέσης μεταξύ τους
β) πειραματόζωο, ιδίως στο στάδιο του εμβρύου, στο οποίο έχει μεταμοσχευθεί ένα μόσχευμα
μσν.
αυτός που φιλοξενεί κάποιον.