δρομεύς
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A runner, E.El.824, Ar. V.1206, Pl.Lg.822b, LXX Jb.9.25, BGU141ii11 (iii A. D.), etc.: pl., δρομῆς Eup.94, Pl.R. 613b; later dat. δρομέσι Call.Fr.555.
2 in Crete, = ἔφηβος, Leg.Gort.1.40; cf. δρόμος II.3.
3 race-horse (?), PMag.Lond.121.390.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [plu. nom. δρομῆς ICr.App.28A.10 (Lito VI/V a.C.), Pl.R.613b, Eup.102.2, cret. δρομέες ICr.4.72.6.36 (Gortina V a.C.); ac. δρομέανς ICr.4.72.5.53 (Gortina V a.C.); dat. δρομέσι Call.Fr.441]
I ref. pers.
1 agon. corredor δ. δισσοὺς διαύλους ... διήνυσεν E.El.824, cf. Pl.Lg.822b, καλεῖς τινα δρομέα ἀγαθόν; Pl.Hp.Mi.373c, cf. Isoc.9.79, Aeschin.1.156, AP 5.39.2 (Antip.Thess.), ὥσπερ ἁγαθοὶ δρομῆς dicho de Pericles como orador, Eup.l.c., τὸν δρομέα Φάυλλον ... εἷλον διώκων = gané al corredor Faulo e.d. le gané un juicio Ar.V.1206, καλοὶ οὓς ποιεῖς δρομέας τε καὶ παλαιστάς en estatua, X.Mem.3.10.6, δ. παράδοξος IP 523.7 (II d.C.), cf. Paus.6.24.1, IStratonikeia 685.2 (Lagina II d.C.), PAgon.6.62 (II d.C.), Gal.2.298, Aristid.Or.1.113, Philostr.Gym.11, Gr.Nyss.Ref.Eun.379.29, Hierocl.Facet.121, νικητικὸν δρομέως = amuleto de victoria para corredor, PMag.7.390, Ἐπίνικοι Δρομέσι tít. de una obra de Simon. An.Ox.3.254, tb. como adj. τῶν ἀθλητῶν δρομέων Suppl.Mag.53.17, τοῖς ὁπλίταις δρομεῦσι = a los participantes en la carrera de hoplitas Hld.3.18.2.
2 fig. hombre veloz ἀπολεῖται φυγὴ δρομέως en ese día desaparecerá la huída para el veloz LXX Am.2.14.
3 milit., quizá sinón. de infante ligero ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δ. = la pobreza (te sobreviene) como el infante al asalto LXX Pr.6.11, cf. 11a
• sirviendo de correo τοὺς ἱππεῖς, ... δρομεῖς ... καὶ χιλιάρχους I.AI 6.40.
4 en Creta hombre mayor de edad, adulto prob. de más de veinte años, que ya era ciudadano y tenía acceso al gimnasio, op. ἀπόδρομος ICr.ll.cc., ICr.App.l.c.
II lanzadera del telar ὁ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος δρομέως LXX Ib.7.6, 9.25, Syr.Ib.7.6 (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
coureur.
Étymologie: δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
δρομεύς: έως ὁ бегун, скороход Eur., Arph., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρομεύς: έως, ὁ, ὁ ἔργον ἔχων τὸ τρέχειν, Εὐρ. Ἑλ. 824, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1206, Πλάτ. Νόμ. 822Β· πληθ. δρομῆς, Εὔπολ. Δημ. 6· Ἐπ. δοτ. δρομέσι, Καλλ. Ἀποσπ. 498. 4.
Greek Monotonic
δρομεύς: -έως, ὁ (δραμεῖν), αυτός που τρέχει, δρομέας, σε Ευρ., Αριστοφ.