ἐκφόριον
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
τό,
A that which the earth produces, Hdt.4.198 (pl.), LXX Le.25.19 (pl.), Milet.3.149 (ii B.C.), Poll.1.237.
II payment assessed on produce, = δεκάτη, Arist.Oec.1345b33; esp. rent paid in kind, ἐ. ἀπότακτον PAmh.2.87 (ii A.D.), cf. PTeb.377.23 (iii A.D.), OGI669.30, etc.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἐχφ- FXanthos 6.23 (IV a.C.)
econ.
1 plu. producto, rendimiento de los frutos de la tierra τὰ ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Hdt.4.198
•ingresos, recursos generados por la explotación de tierras FXanthos l.c.
•de ahí tb. frutos, cosechas τῶν δὲ ἐκφορίων τῶν γινομένων ἐν τῇ χώρᾳ Milet 1(3).149.18 (II a.C.), δώσει ἡ γῆ τὰ ἐκφόρια αὐτῆς LXX Le.25.19, cf. Poll.1.53.
2 impuesto sobre el producto de la tierra, diezmo Arist.Oec.1345b32.
3 alquiler, renta de tierras en arriendo, gener. pagada en especie, en sg. o plu. διαλύειν τὰ ἐκφόρια PSI 400.9 (III a.C.), ἐκφόριον τακτόν CPR 18.2.31 (III a.C.), τὰ ἐκφόρια ἧς ἐμεμίσθωτο γῆς PPolit.Iud.12.5 (II a.C.), τὸ ἐ. τοῦ διελη<λυ>θότος ... ἔτους οὗ γεωργεῖς αὐτῆς κλήρου PSoterichos 8.5 (I d.C.), λόγος ἐκφορίων τοῦ ιζ (ἔτους) SB 12638.1 (II d.C.), cf. PTurner 35.11 (III d.C.), op. φόρος ‘renta en metálico’ PTeb.377.23, POxy.910.30 (ambos II d.C.), tb. de tierras vendidas por el estado a particulares ἐκφόρια ἀπαιτεῖθαι τῶν ἰδίων ἐδαφῶν ITemple of Hibis 4.32 (I d.C.), a veces tb. pagada en metálico τὸ ἐκφόριον αὐτῶν (τῶν χωρίων) εἰσπράξει SEG 38.1462.29 (Enoanda II d.C.), ἐκφόριον ἀπότακτον PSarap.27.12 (II d.C.), cf. PSI 388.62 (III a.C.).
4 exportación τοῦ μηδὲν ἐ. γίνεσθαι ἐκ τῶν ὑποτεταγμένων αὐτῷ πόλεων Iust.Edict.13.5.
German (Pape)
[Seite 786] τό, das Hervorgebrachte, die Frucht, Poll. 1, 237; die Abgabe, der Zehent, τοῦ καρποῦ Her. 4, 198; Arist. oec. 2, 1; vgl. B. A. 247.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
impôt sur les productions du sol, impôt foncier.
Étymologie: ἔκφορος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφόριον: τό
1 pl. урожай, сбор (τοῦ καρποῦ Her.);
2 налог с урожая (ἐ. καὶ δεκάτη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφόριον: τό, ὅ,τι ἡ γῆ παράγει, καρπός, προοίμ. Ἀριστ. π. Φυτ. 2, Πολυδ. Α΄, 237. ΙΙ. πληρωμὴ γινομένη ἀναλόγως τῆς παραγωγῆς, τῶν προϊόντων, ἔγγειος φόρος, δεκάτη, ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Ἡρόδ. 4. 198, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 6˙ πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 30.
Greek Monolingual
ἐκφόριον, το (AM)
ό,τι παράγει η γη, καρπός
αρχ.
1. φορολογία της εγγείου παραγωγής, συνήθ. δεκάτη
2. φόρος στη γεωργική παραγωγή που καταβαλλόταν σε είδος.
Greek Monotonic
ἐκφόριον: τό (ἐκφέρω), πληρωμή ανάλογη προς την παραγωγή, σοδειά (έγγειος φόρος), ενοικίαση, εκμίσθωση, δασμός, ο φόρος της δεκάτης (επί των αγροτικών προϊόντων), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐκφόριον, ου, τό, ἐκφέρω
payment on produce, rent, tithe, Hdt.