ὁμόθυμος

From LSJ
Revision as of 07:03, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθῡμος Medium diacritics: ὁμόθυμος Low diacritics: ομόθυμος Capitals: ΟΜΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: homóthymos Transliteration B: homothymos Transliteration C: omothymos Beta Code: o(mo/qumos

English (LSJ)

of the same will, unanimous; ὁμόφρων, ὁμόψυχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 334] einmütig, einig, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμαὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακόθυμος)].