ἀφιλάργυρος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἀφιλάργυρον, not loving money, Inscr.Prien.137.5 (ii B. C.), D.S.9.11, 1 Ep.Ti.3.3, Ep.Hebr.13.5, Sor.1.4, POxy.33 ii 11 (ii A. D.). Adv. ἀφιλαργύρως IG22.1343.25 (i B. C.), SIG708.17 (Istropolis, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
1 adj. poco amante del dinero, no codicioso de Marco Aurelio A.Al.11B.2.11, de Pitaco, D.S.9.11, de un general., Onas.1.8, μαῖα Sor.5.27, de Hipócrates, Sor.V.Hp.176.22, ἐπίσκοπος 1Ep.Ti.3.3
•de abst. ἀ. ὁ τρόπος una manera de vivir que no ama el dinero, Ep.Hebr.13.5, Cyr.Al.M.72.589C, cf. IPr.137.5 (II a.C.), Pall.V.Chrys.16 p.95.
2 adv. ἀφιλαργύρως = sin amor al dinero, sin codicia ἀφιλαργύρως ἱστανόμενος ἠστίασεν τοὺς ἐρανιστάς IG 22.1343.25 (I a.C.), cf. SIG 708.17 (Istrópolis II a.C.).
German (Pape)
[Seite 411] nicht geldliebend, nicht geizig, N. T
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'aime pas l'argent, exempt d'avarice ou de cupidité.
Étymologie: ἀ, φιλάργυρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλάργῠρος: несребролюбивый NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλάργυρος: -ον, ὁ μὴ φιλάργυρος, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Τιμ. γ΄, 3, π. Ἑβρ. ιγ΄, 5.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and φιλάργυρος; unavaricious: without covetousness, not greedy of filthy lucre.
English (Thayer)
ἀφιλάργυρον (alpha privative and φιλάργυρος), not loving money, not avaricios; only in the N.T., twice viz. Trench, § xxiv.)
Greek Monolingual
ἀφιλάργυρος, -ον (AM)
αυτός που δεν είναι φιλάργυρος.
Greek Monotonic
ἀφῐλάργῠρος: -ον, αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢fil£rguroj 阿-非而-阿而句羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-喜愛-銀
字義溯源:不貪財的,不貪婪的,不可貪愛錢財;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φιλάργυρος)=愛銀子)組成;而 (φιλάργυρος)又由(φίλος)*=親愛)與(ἄργυρος)=銀)組成,其中 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)
出現次數:總共(2);提前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 不可貪愛錢財(1) 來13:5;
2) 不貪財(1) 提前3:3