μονόκερως
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
μονόκερων, gen. μονόκερω
1Plu. Per. 6: — with but one horn, Arist.HA 499b19, Orph. Fr. 273; pl. μονοκέρατα, Arist.HA 499b18, PA 663a22; — poet. μουνόκερος, μουνόκερον, Archil. 181.
2 Subst. μονόκερως, -ωτος, ὁ, wild ox, LXX Ps. 21 (22).21, 28 (29).6.
German (Pape)
[Seite 203] ωτος, ὁ, dasselbe; Arist. Gen. an. 3, 2; Plut. Per. 6. – Das Einhorn, Ael. N. A. 16, 20.
Russian (Dvoretsky)
μονόκερως: 2, gen. ω однорогий (ὁ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.; κριός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόκερως: -ων, ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, γεν. -ω, Πλουτ. Περικλ. 6· ποιητ. μουνόκερος, ον, Ἀρχίλ. 170· ἐν τῷ πληθ. ἐν χρήσει μονοκέρατα, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 8. ΙΙ. Ὡς οὐσιαστ., μονόκερως, -ωτος, ὁ, εἶδος τετραπόδου, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 21., ΚΗ΄, 6).
Greek Monolingual
-ων (ΑΜ μονόκερως, -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα κέρατο, ο μονοκέρατος («ο ταύρος του Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός», Παπαδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόκερως
μυθικό ζώο με σώμα αλόγου και κεφάλι τράγου με ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου του και, συχνά, δίχηλα πόδια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. αστρον. αστερισμός ο οποίος εκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού, μεταξύ τών αστερισμών τών Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ορθό-κερως].
Greek Monotonic
μονόκερως: -ων, αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μονό-κερως, ων,
with but one horn, Plut.
Translations
unicorn
Afrikaans: eenhoring; Albanian: briqen, njëbrirësh; Arabic: وَحِيد القَرْن, حَرِيش, يُونِيكُورْن.; Armenian: միեղջյուր; Asturian: unicorniu; Azerbaijani: təkbuynuz; Bashkir: һыңармөгөҙ; Basque: adarbakar; Belarusian: аднарог; Breton: unkorneg; Bulgarian: инорог, еднорог; Catalan: unicorn; Cherokee: ᏐᏈᎵ ᎤᏟᎩ; Chinese Mandarin: 獨角獸, 独角兽; Czech: jednorožec; Danish: enhjørning; Dutch: eenhoorn; Esperanto: unukornulo; Estonian: ükssarvik; Faroese: einhyrningur; Finnish: yksisarvinen; French: licorne; Galician: unicornio; Georgian: მარტორქა; German: Einhorn; Greek: μονόκερως; Ancient Greek: μονόκερως, μουνόκερος, ἑνόκερος; Greenlandic: enhjørningi, tuugaalik; Hebrew: חַד-קֶרֶן; Hindi: इकसिंगा; Hungarian: unikornis, egyszarvú; Icelandic: einhyrningur; Ido: unikorno; Indonesian: unikorn, kuda bertanduk; Irish: aonbheannach; Italian: unicorno, liocorno; Japanese: 麒麟, 一角獣, ユニコーン, 一角馬; Kazakh: жалғыз мүйіз; Khmer: សេះស្នែងមួយ; Korean: 유니콘, 일각수(一角獸); Latin: unicornis; Latvian: vienradzis; Lithuanian: vienaragis; Luxembourgish: Eenhar; Macedonian: еднорог; Malay: kuda sumbu, rusa senggerek, unikorn; Maltese: unikorn; Manchu: ᡠᡳᡥᡝᡵᡳᠨ; Manx: un-eairkagh; Maori: unikanga; Marathi: युनिकॉर्न; Middle English: unicorne; Navajo: łį́į́ʼ bideeʼłáaʼii; Norwegian Bokmål: enhjørning; Nynorsk: einhyrning; Ojibwe: ningodeshkani; Old English: ānhorn; Persian: تکشاخ; Polish: jednorożec; Portuguese: unicórnio, licorne; Romanian: unicorn, licorn, inorog; Romansch: unicorn; Russian: единорог; Scots: unicorn; Scottish Gaelic: aon-adharcach, sròin-adharcach, biast-na-sgrogaig; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏днорог; Roman: jȅdnorog; Slovak: jednorožec; Slovene: samorog, enorog; Sorbian Upper Sorbian: jednorohač; Spanish: unicornio; Swahili: farasi-pembemoja; Swedish: enhörning; Tagalog: unikornyo; Tamil: கொம்புக் குதிரை; Tatar: бермөгез; Thai: ยูนิคอร์น; Turkish: tek boynuzlu at, tekboynuz, kilin; Ukrainian: єдинорі́г; Urdu: ارنا گھوڑا; Uzbek: bir jinsli; Vietnamese: kì lân; Volapük: balhon, bahon; Walloon: licoine; Welsh: uncorn; West Frisian: ienhoarn; Yiddish: איינהאָרן