πρώρα

From LSJ
Revision as of 11:13, 13 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α
το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο του πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το πρόσθιο μισό τμήμα του πλοίου και ιδίως του καταστρώματος
αρχ.
1. η άκρη, το ακραίο τμήμα του κλήματος
2. (κατά τον Ησύχ.) πρόσωπο
3. φρ. (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... κραδίας» — μπροστά από την καρδιά μου (Αισχύλ.)
β) «ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει δικαίωμα σπονδής (Σόφ.)
γ) «μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου» — η πρώρα του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη νιότη (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρῷρα παράγεται από το θ. της λ. πρών (< πρώ-F-ων, βλ. λ. πρών, πρώτος) με υγρό ένθημα -r- και επίθημα -ja και έχει σχηματιστεί, με συναίρεση, είτε από έναν τ. πρώ-αιρα (< πρω-F-αρ-ja, πρβλ. χίμαιρα) είτε από τ. πρώ-ειρα (< πρω-F-ερ-ja, πρβλ. πίειρα). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. pūr-va «ο πρώτος, ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. prŭvŭ «ο πρώτος». Τέλος, ο τ. πρῴρη έχει σχηματιστεί κατά το πρύμν-η, ενώ το νεοελλ. πλώρη, με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-].

Translations

prow

Armenian: քիթ; Asturian: proba, proa; Bulgarian: нос; Catalan: proa; Czech: příď; Dutch: voorsteven, boeg; Esperanto: pruo; Finnish: keula; French: proue; Galician: proa; German: Bug, Bugüberhang; Greek: πλώρη; Ancient Greek: πρῷρα; Icelandic: trjóna, skegg; Ingrian: esinukka; Italian: prua, prora; Latin: prora, rostrum; Maori: ihuwaka; Norman: d'vant; Plautdietsch: Bug; Polish: dziób; Portuguese: proa; Romanian: proră, provă; Russian: нос; Scottish Gaelic: toiseach; Serbo-Croatian: prova; Cyrillic: прамац; Roman: pramac; Slovene: premec; Spanish: proa; Swahili: gubeti; Tagalog: duong, doong; Turkish: pruva; Ukrainian: ніс; Vietnamese: mũi; Volapük: föfastev, föfanaf