εἰσθλίβω
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
[ῑ], prob.
A f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.
German (Pape)
[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.