ἔκκλισις
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A turning out of one's course, deflection, τῆς σελήνης Plu.2.929c (pl.).
2 tendency, Arist.Pr.863b24.
II dislocation, Hp.Art.62.
III avoidance, refusal, opp. αἵρεσις, Cleanth.Stoic.1.129(pl.); opp. ἐκλογή, Stoic.3.190; opp. ὄρεξις, Epict.Ench.2; τῶν ὀχληρῶν S.E.M.1.51; τῆς βλάβης Gal.13.124, cf. Plot.1.4.6, etc.
IV moral declension, ib.8.15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1medic. dislocación ἢν μὴ πάνυ μεγάλη ἡ ἔκκλισις ᾖ Hp.Art.62.
2 desviación de la luna en latitud, Plu.2.929c, de los humores corporales, Hp.Hum.1.
3 inclinación, tendencia ἡ εἰς ἀλέαν ἔκκλισιν Arist.Pr.863b24.
II rechazo, repulsa op. αἵρεσις Cleanth.Stoic.1.129, op. ὄρεξις Epict.Ench.2, Plot.1.8.15, Simp.in Epict.39.10, 13, op. ἐκλογή c. gen. obj. ἔκκλισις τῶν τούτοις ἐναντίων Chrysipp.Stoic.3.190, ἔκκλισις τῶν ὀχληρῶν S.E.M.1.51, ἔκκλισις τῆς βλάβης Gal.13.124, cf. Plot.1.4.6.
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, das Abweichen; τῆς σελήνης Plut. fac. orb. lun. 16 M.; das Vermeiden, Gegensatz ὄρεξις, Epict. enchir. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 déclinaison d'un astre;
2 action d'éviter.
Étymologie: ἐκκλίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλῐσις: εως ἡ отклонение (σελήνης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλισις: -εως, ἡ, τὸ παρεκλίνειν ἐκ τῆς τακτικῆς πορείας, λοξοδρομία, Πλούτ. 2. 929C. ΙΙ. ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: ἀνάθλασις, ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang