πολύφονος

From LSJ
Revision as of 10:01, 24 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Middle Liddell

πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

German (Pape)

[Seite 676] viel tödtend, χείρ, κύων, Eur. Rhes. 62 Herc. f. 420.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.