εἰσέρχομαι
English (LSJ)
fut. -ειεύσομαι: aor. -ήλῠθον, -ῆλθον: in Att., fut. is supplied by εἴσειμι, and impf. by εἰσῄειν:—
A go in or into, enter, in Hom. and Poets mostly c. acc., Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184; ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος 22.56; αὐιάν Pi.N.10.16; ἄλσος, δόμους, S.Tr.1167, E.Alc.563; οἴκαδε X.HG5.4.28; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Pl.Hp.Ma.304d; εἰσῆλθ' ἑκατόμβας invaded the hecatombs, Il.2.321 : but in Prose mostly with Preps., ἐς οἴκημα Th.1.134, etc.; ἐς. ἐς τὰς σπονδάς come into the treaty, Id.5.36; εἰς τὸν πόλεμον v.l. in X.An.7.1.27; εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους enter the ranks of the Ephebi, Id.Cyr.1.5.1; also εἰ. πρός τινα enter his house, visit him, ib.3.3.13; of a doctor, pay a visit, Gal.18(2).36 ; εἰ. ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21 : abs., of money, etc., come in, προσόδους εἰσελθούσας Id.Vect.5.12. II of the Chorus, actors, etc., come upon the stage, enter, Pl.R.580b, X.An. 6.1.9, etc.; enter the lists, in a contest, S.El.700; πρός τινα in competition with.., D.18.319. III as law-term, of the accuser, come into court, εἰς ὑμᾶς (sc. τοὺς δικαστάς) D.59.1; but also τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν -εληλυθότας δικαστάς Id.18.278. 2 of the parties, c. acc., εἰ. τὴν γραφήν enter the charge, Id.18.105; εἰ. δίκας Id.28.17 (so also εἰ. [τὴν καταχειροτονίαν] Id.21.6; εἰ. λόγον κατά τινος Arg. Isoc.II). 3 of the accused, come before the court, δεῦρο Pl.Ap.29c; εἰς δικαστήριον Id.Grg.522b; εἰς ὑμᾶς D.18.103, cf. 21.176; εἰσελθόντες δ' ὡς ὑμᾶς is prob. in Arist.Rh.1410a18. 4 of the cause, to be brought in, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49. IV enter on an office, Antipho 6.44 ; ἐς. ἐς τὴν ὑπατείαν D.C.41.39 ; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Id.64.7. V consult a table, εἰ. εἰς ὄργανον Vett.Val.20.12. VI metaph., [μένος] ἄνδρας ἐσέρχεται courage enters into the men, Il.17.157 ; πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται famine never enters the land, Od.15.407 ; Κροῖσον γέλως ἐσῆλθε Hdt.6.125 ; ὥς με πόλλ' εἰσέρχεται.. ἄλγη A.Pers.845; πόθος μ' εἰσέρχεται E.IA 1410 ; νιν εἰσῆλθεν τάδε ib.57 : c. dat., εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις S. OC372 ; [Κύπρις] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων.. γένει Id.Fr.941.9 ; δέος εἰ. τινὶ περί τινος Pl.R.330d ; ὑποψία εἰ. μοι Id.Ly.218c. 2 come into one's mind, Κροίσῳ ἐσελθεῖν τὸ τοῦ Σόλωνος Hdt.1.86, cf. Pl.Tht. 147c ; ἐσελθεῖν τισὶ ἡδονήν, οἶκτον, Hdt.1.24,3.14. b impers., c. inf., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα it came into his head that.., Id.3.42 ; ἐσῆλθέ με κατοικτῖραι Id.7.46; εἰσῆλθε δή με..φοβηθῆναι Pl. Lg.835d; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς.. A.Pr.1002.
German (Pape)
[Seite 742] (ἔρχομαι; εἰσέλθατε Matth. 7, 13; εἰσένθωμες Theocr. 15, 68), 1) hineingehen, -kommen; Hom. mit dem bloßen acc., Φρυγίην, τεῖχος, Il. 3, 184. 22, 56; αὐλήν, δώματα, Pind. N. 10, 16 P. 10, 32; πόλιν, Soph. O. C. 917; ἄλσος, Trach. 1157; δόμους, Eur. Alc. 563; εἰς οἴκημα, Thuc. 1, 134; Plat. Prot. 321 e; com.; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Hipp. mai. 304 d, vgl. Xen, Hell. 5, 4, 28; παρά τινα, Gorg. 456 b; πρός τινα, Xen. Hem. 3, 10, 1 u. Sp. Oft absolut, bes. = auftreten, vom Chor, Plat. Rep. IX, 580 b; vom Tänzer, Xen. An. 5, 7, 9. – Ἐς τὰς σπονδάς, ein Bündniß eingehen, Xen. Hell. 5, 1, 33; Thuc. 5, 36; – ἐς τοὺς ἐφήβους, in das Alter der Epheben treten, Xen. Cyr. 1, 5, 1. – Auch von Geld u. Waaren: einkommen, eingehen, Xen. πρόσοδοι, νόμισμα, Vectig. 5, 12 Lac. 7, 5. – 2) in attischer Gerichtssprache, vor Gericht gehen, εἰς δικαστήριον, Plat. Gorg. 522 d, wie Dem. 59, 90; ohne den Zusatz, sich vor Gericht stellen, Plat. Apol. 29 c Crit. 45 e; εἰς ὑμᾶς, Richter, Dem. 59, 1; bei Lys. 3, 7 vom Senat; auch εἰσῆλθον τὴν γραφήν, Dem. 18, 105. 21, 6 u. andere Redner, die Klage vorbringen, vgl. εἴσειμι. Aber auch ὁ ἀγὼν εἰσέρχεται εἰς ὑμᾶς, Dem. 59, 16. 91. – 3) wie εἴσειμι, ein Amt antreten, Antiph. 6, 44; ἐς τὴν ὑπατείαν, D. Cass. oft. – 4) übertr., μένος ἄνδρας ἐςέρχεται, Muth kommt in die Männer, Il. 17, 157; πείνη δῆμον, Hungersnoth kommt über das Volk, Od. 15, 407; ὥς με πόλλ' ἐςέρχεται ἄλγη Aesch. Pers. 831; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς ἐγὼ – ἔσομαι, es falle dir nie ein, komme dir nie in den Sinn, Prom. 1004: von Leidenschaften, ἔρως – ἰχθύων γένει Soph. frg. 678; πόθος μ' εἰσέρχεται, Sehnsucht ergreift mich, Eur. I. A. 1411; μ' ἔλεος εἰσῆλθε I. A. 491; ἰδόντα γέλως εἰσῆλθε Her. 6, 125; τὸν δὲ ἀκούσαντα εἰσῆλθε αὐτίκα, ὡς εἴη τέρας, es fiel ihm ein, 8, 137, wie τὸν δὲ εἰσῆλθε θεῶν εἶναι τὸ πρῆγμα 3, 42; ἐπιθυμία τοὺς πολλούς, Begierde wandelte sie an, Plat. Legg. VIII, 838 b; seltner c. dat., ὑποψία μοι Lys. 218 c; αὐτοῖς διαλεγομένοις, im Gespräch fiel es ihnen ein, Theaet. 147 c; αὐτῷ δέος καὶ φροντίς Rep. I, 330 d; vgl. Her. 1, 24. 3, 14; Soph. O. C. 372; Plut. Timol. 26. Vgl. ἐπέρχομαι u. εἴσειμι.