ἀναφυσιάω
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
fetch a deep-drawn breath. blow, of a dolphin, Hes.Sc.211; ἀ. ἆσθμα A.R.2.431.
Spanish (DGE)
1 resoplar de un delfín, Hes.Sc.211.
2 soplar del viento, c. ac. ἆσθμ' ἀναφυσιόων A.R.2.431.
German (Pape)
[Seite 214] wiederholt aufschnauben, vom Delphin, Hes. Sc. 211; ausathmen, ἆσθμα Ap. Rh. 2, 431.
French (Bailly abrégé)
ἀναφυσιῶ :
part. prés. épq. ἀναφυσιόων;
c. ἀναφυσάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφῡσιάω: Hes. = ἀναφυσάω 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφῡσιάω: Ἰων. ἀναφυσιόω, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἐκπέμπω βαθεῖαν ἐκπνοήν, φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ δελφίνων, δοιοὶ δ’ ἀναφυσιόωντες ἀργύρεοι δελφῖνες, «ἔθος γὰρ τοῖς δελφῖσιν ἀνακύπτειν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἀποφυσᾶν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ στόματος» (σχόλ.) Ἡσ. Ἀσπ. 211· ἆσθμ’ ἀναφυσιόων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 431.
Greek Monotonic
ἀναφῡσιάω: Επικ. μτχ. -φυσιόων, φυσώ με δύναμη, φυσώ προς τα πάνω, λέγεται για δελφίνι, σε Ησίοδ.